πλυστικά

πλυστικά
τα
η αμοιβή για το πλύσιμο των ρούχων: Πληρώνω αρκετά πλυστικά το μήνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλυστικός — ή, ό, Ν (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα πλυστικά αμοιβή που δίνεται για το πλύσιμο τών ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πλύστης + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • πλύντρον — τὸ, Α 1. το πλύμα 2. ο μισθός εκείνου που πλένει, τα πλυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα τρον (πρβλ. σήμαν τρον)] …   Dictionary of Greek

  • πλύσιμο — το / πλύσιμον, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλύνω νεοελλ. φρ. «βγαίνει στο πλύσιμο» i) ξεβάφει κατά την πλύση ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί αρχ. 1. μέρος τού σπιτιού όπου γίνεται η πλύση, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”